- κουρεῦ
- ἐπικουρέωto be anpres imperat mp 2nd sg (doric ionic)ἐπικουρέωto be animperf ind mp 2nd sg (doric ionic)κουρεύςbarbermasc voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νηστεύσιμος — νηστεύσιμος, ον (Μ) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νηστεία ή αυτός που κατά τη διάρκειά του τελείται νηστεία («νηστεύσιμος ἡμέρα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < νηστεύω + κατάλ. σιμος (πρβλ. κουρεύ σιμος, στρατεύ σιμος)] … Dictionary of Greek